προκαταξύω

προκαταξύω
προκατα-ξύω,
A scrape first, Asclep. ap. Gal.12.411 ([voice] Pass.), Archig. ap. Aët.6.55.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προκαταξύω — Α καταξύνω ή αποξύνω καλά προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταξύω «ξύνω πολύ, φθείρω ξύνοντας»] …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”